Πρετόρια

Πρετόρια
(Pretoria). Πόλη της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Τράνσβααλ (229.358 τ. χλμ.) και έδρα της κυβέρνησης της χώρας, στην καρδιά της επαρχίας, περίπου 80 χλμ. στα Β του Γιοχάνεσμπουργκ. Η πόλη που ιδρύθηκε το 1855, στις δύο όχθες ενός δεξιού παραποτάμου του Λιμπόπο (υψόμ. 1.343 μ.), σε μια τεράστια πεδιάδα, που διακόπτεται, ιδίως στα Α, από μια σειρά μικρών υψωμάτων, οφείλει το όνομά της στον Άντριες Πρετόριους, μπόερ επαναστάτη, που πέτυχε την ανεξαρτησία του Τράνσβααλ. Πρωτεύουσα του κράτους του Τράνσβααλ μέχρι το 1860, σε αντικατάσταση της Πότσεφστροομ, αναπτύχθηκε κυρίως ως πολιτικοδιοικητικό κέντρο. Η πόλη περιλαμβάνει μια παλαιότερη κεντρική ζώνη, χτισμένη σε μεγάλα ορθογώνια συγκροτήματα σπιτιών, όλα γύρω από τη λεγόμενη Πλατεία της Εκκλησίας. Εκεί υπάρχουν τα πλέον αντιπροσωπευτικά κυβερνητικά κτίρια, ναοί, το δικαστήριο, οι μεγάλες τράπεζες, τα πανεπιστημιακά κτίρια, ενώ παντού γύρω υψώνονται, μεταξύ πάρκων και κήπων που διαρθρώνονται σε εκτεταμένη περιοχή με αναβαθμίδες, αστικοί πυρήνες με χαρακτηριστικά χαμηλά σπίτια και μικρές βίλες. Η Π., που συνδέεται με οδικές και σιδηροδρομικές αρτηρίες με τα κυριότερα κέντρα της χώρας και με το λιμάνι Λουρένσου Μαρκές, παρουσίασε κατά τις τελευταίες δεκαετίες μεγάλη επέκταση των βιομηχανικών δραστηριοτήτων της, που είναι συνδεδεμένες ιδιαίτερα με τις γεωργικές, ζωοτεχνικές και μεταλλειολογικές (χρυσός) δραστηριότητες της γύρω περιοχής. Άποψη της Πρετόριας. Η πόλη είναι έδρα της κυβέρνησης της Νοτιοαφρικανικής δημοκρατίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Τράνσβααλ — (Transvaal). Επαρχία της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, που περιλαμβάνεται μεταξύ του ποταμού Βάαλ στα Ν, του Λιμπόπο στα Β και των ορέων Λεμπόμπο στα Α· έχει έκταση 229.358 τ. χλμ. και πληθυσμό γύρω στα 7.532.179 κατ. Πρωτεύουσα είναι η Πρετόρια …   Dictionary of Greek

  • διαμάντι — Ορυκτό που αποτελείται αποκλειστικά από άνθρακα κρυσταλλωμένο στο κυβικό ή μονομετρικό σύστημα. Στην καθαρή του μορφή είναι άχρωμο. Η τυχαία παρουσία ξένων ουσιών τού προσδίδει ελαφρές ή έντονες αποχρώσεις, οι οποίες ελαττώνουν ή αυξάνουν την… …   Dictionary of Greek

  • κιμπερλίτης — Πυριγενές πέτρωμα που μπορεί να καταταγεί στην οικογένεια των περιδοτιτών, με ιστό όμως καθαρά πορφυριτικό. Τα συστατικά του, που μοιάζουν με αυτά των περιδοτιτών, είναι κυρίως ολιβίνης, βιοτίτης, πυρόξενοι και γρανάτες (πυρωπόν). Από… …   Dictionary of Greek

  • Σουαζιλάνδη — Κράτος της Νότιας Αφρικής. Συνορεύει στα Β, στα Δ και στα Ν με τη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία, και στα Α με τη Mοζαμβίκη.H Σουαζιλάνδη (Nγκουάνε, μετά την ανεξαρτησία της 6ης Σεπτεμβρίου 1968, ονομασία που δεν χρησιμοποιείται όμως πολύ) είναι ένα… …   Dictionary of Greek

  • αδαμαντωρυχείο — το ορυχείο από το οποίο βγαίνουν διαμάντια: Στην Πρετόρια της N. Aφρικής υπάρχουν μεγάλα αδαμαντωρυχεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”